Κυριακή, Μαΐου 29, 2005

La solitudine...



La solitudine è una tempesta silenziosa
che spezza tutti i nostri rami morti;
e tuttavia spinge le nostre radici viventi
più a fondo nel cuore vivente
della terra vivente

Anima mia



Anima mia
chiudi gli occhi
piano piano
e come s’affonda nell’acqua
immergiti nel sonno
nuda e vestita di bianco
il più bello dei sogni
ti accoglierà
anima mia
chiudi gli occhi
piano piano
abbandonati come nell’arco delle mie braccia
nel tuo sonno non dimenticarmi
chiudi gli occhi pian piano
i tuoi occhi marroni
dove brucia una fiamma verde
anima mia.

Nazim Hikmet

Il più bello dei mari




Il più bello dei mari
è quello che non navigammo.
Il più bello dei nostri figli
non è ancora cresciuto.
I più belli dei nostri giorni
non li abbiamo ancora vissuti.
E quello
che vorrei dirti di più bello
non te l'ho ancora detto.

"Η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή
που δεν την αρμενίσαμε ακόμα.
Το πιο όμορφο παιδί
δε μεγάλωσε ακόμα.
Τις πιο όμορφες μέρες
τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις ζήσαμε ακόμα
κι ό,τι πιο όμορφο θα 'θελα να σου πω
δε στο 'πα ακόμα"


Nazim Hikmet

Σάββατο, Μαΐου 28, 2005

Η Ανεράδα

Στην χώραν π' αναγιώθηκα
τζιαί 'κόμα αναγιώννουμουν
τζι' άρτζιεψα νάκκον να λαχτώ
τότες εξηφοήθηκα
τα ζώθκια τζ' εν εχώννουμουν
τζ' εξέβηκα να δκιανεφτώ.

Σε μιάν ποταμοδκιάβασην
μιάν λυερήν εσσιάστηκα
νείεν καεί η σταλαμή!
Ούλα τ' αρνίν εις τον τσοκκόν
ο άχαρος επιάστηκα
αντάν πιαστεί μες στην νομήν.

Αντάν με είδεν έφεξεν
τζι ο νους μου εφεντζιάστηκεν
τζ' εφάνην κόσμος φωτερός.
Αντάν μου χαμογέλασεν
παράδεισος επλάστηκεν
ομπρός μου τζ' έμεινα ξερός.

Ευτύς το πας μου έχασα
τον κόσμον ελησμόνησα
τζ' έμεινα χάσκοντα βριχτός.
Είπεν μου: "έλα κλούθα μου"
Τζιαί που καρκιάς επόνησα
τζ' εκλούθησά της ο χαντός.

Λαόνια, κάμπους τζιαί βουνά
αντάμα εδκιαβήκαμεν
γεμάτ' αθθούς τζ' αγκαθερρά
η στράτα δεν ετέλειωννεν
τζιαί δεν εποσταθήκαμεν
ήτουν για λλόου μας χαρά.

Ετρεμεν μεν τζιαί χάσει με
τζ' έτρεμα μεν τζιαί χάσω την
τζιαί μεν της πω τζιαί μεν μου πει
εδίψουν την εκαύκουμουν
τζ' έτρεμα μεν τζιαί πκιάσω την
τζιαί γίνουμεν τζ΄οι δκυό 'στραπή.

Υστερα σγοιάν παράδεισον
εναν βουνόν εφτάσαμεν
ισια με τα 'ψη τ' ουρανού.
Τζει πάνω τζει εκλάψαμεν
αντάμα τζ' εγελάσαμεν
μέσα στους μούσκους του βουνού.

Λαλεί μ' αν είσαι πέρκαλλος
τώρα πιόν μείνε δίχως μου
αν σου αρέσκ' έτσι ζωή
τζιαί ξαπολά 'ναν χάχχανον
ίσια 'νωσα το στήθος μου
πως αλλονάκκον να ραεί.

Είπεν τζ' εγίνην άφαντη
εφτύς π' ομπρός μο' χάθηκεν
σγοιάν άνεμος περαστικός.
Εράην η καρτούλλα μου
ευτύς ο νους μο' στάθηκεν
τζ' είμαι που τότες ξηστηκός.

Οι πλήξες που με τρώασιν
ακόμα 'ν' αφανέρωτες
τζ' εις τα πουλιά που τζηλαδούν
εσιει που τότες όπου δω
τες ανεράδες τρέμω τες
τζιαί πογυρίζω μεν με δουν.

Βασίλης Μιχαηλίδης

Τρίτη, Μαΐου 24, 2005

Solitudine


Non sono nata per scrivere
parole
né per dedicarle
né per ispirarle

Non sono nata per sciogliermi
i capelli
né per cantare
quando il mio cuore
piange
né per piangere
quando il mio cuore
canta.

Non sono nata per essere
una figlia
una moglie
una sorella

Io mi sento
una madre senza figli
un fiume senza acqua
un nido senza appigli

Giulia Endemini

Δευτέρα, Μαΐου 23, 2005

Perchè?

(da L'ALLEGRIA - IL PORTO SEPOLTO)

Ha bisogno di qualche ristoro
il mio buio cuore disperso

Negli incastri fangosi dei sassi
come un'erba di questa contrada
vuole tremare piano alla luce

Ma io non sono
nella fionda del tempo
che la scaglia dei sassi tarlati
dell'improvvisa strada
di guerra

Da quando
ha guardato nel viso
immortale del mondo
questo pazzo ha voluto sapere
cadendo nel labirinto
del suo cuore crucciato

Si è appiattito
come una rotaia
il mio cuore in ascoltazione
ma si scopriva a seguire
come una scia
una scomparsa navigazione

Guardo l'orizzonte
che si vaiola di crateri

Il mio cuore vuole illuminarsi
come questa notte
almeno di zampilli di razzi

Reggo il mio cuore
che s'incaverna
e schianta e rintrona
come un proiettile
nella pianura
ma non mi lascia
neanche un segno di volo

Il mio povero cuore
sbigottito
di non sapere

Carsia Giulia, 1916

GIUSEPPE UNGARETTI [1888 - 1970]

Κυριακή, Μαΐου 22, 2005

Που κάτω στην τριανταφυλιάν

Πουκάτω στην τριανταφυλιάν
μια πέρτικά ΄χτισεν φουλιάν.
Μπαίννει τζαι βκαίννει τζαι γεννά
πασαλλοϊτικα αβκά.

Τζαι λάμνει τα φτερούδκια της
τζαι τα γαλατερούδκια της
τζαι ππέφτουν τα τριαντάφυλλα
τζαι τ΄ άσπρα εξηντάφυλλα.

Τζι΄ οι λυερές τα πιάννουσιν
στον κόρφον τους τα βάλλουσιν
τζι΄ αννοίουσιν παρπατησιάν
τζαι παίρνουν τα στην νεκκλησιάν.

Πρώτα ραντίζουν τους Αγιούς
τζι΄ ύστερα τους πνευματικούς
τζ΄ ύστερα νύφφην τζαι γαμπρόν
τζαι πεθθεράν τζαι πεθθερόν.

Είναι τραγούδι του γάμου. Αναφέρεται στο παλιό έθιμο του ραντίσματος των νεόνυμφων με ροδόσταγμα και ροδοπέταλα λίγο πριν την είσοδό τους στην εκκλησία, κατά το έθιμο, ραντίζονταν με ροδόσταγμα και ροδοπέταλα πρώτα οι άγιες εικόνες, μετά οι παπάδες, ακολούθως η νύμφη και ο γαμπρός και τέλος οι συμπέθεροι.

Όπως λέει το τραγούδι, στη ρίζα της τριανταφυλλιάς έχτισε τη φωλιά της η πέρδικα και γέννησε αρκετά και διαφορετικά αυγά (πασαλλοϊτικα). Αλλού αναφέρονται δεκαεννιά αυγά. Με το τίναγμα των φτερούγων της πέφτουν τα ροδοπέταλα. Οι κοπέλες τα μαζεύουν, βγάζουν απ' αυτά ροδόσταγμα και το πηγαίνουν στην εκκλησία για το ράντισμα. Στις πολύστιχες παραλλαγές, η πέρδικα στη συνέχεια γίνεται μια όμορφη κοπελιά. Πετά και φεύγει μακριά και ο νέος που την αγαπά τρέχει και ψάχνει να τη βρει. Ρωτά όποιον συναντήσει στο δρόμο αν είδε την πέρδικά του, περιγράφοντας τα κάλλη της για αναγνώριση.

Παραλλαγές του τραγουδιού υπάρχουν σε αρκετές περιοχές του ελληνικού χώρου. Στη Ρόδο, στη Ρούμελη, στη Μακεδονία, στη Λευκάδα και αλλού. Όλες αυτές οι παραλλαγές, που έχουν την ίδια πλοκή στο στίχο αλλά διαφορετικές μελωδίες, αναφέρουν ότι η πέρδικα έχτισε τη φωλιά ης ΑΠΑΝΩ στην τριανταφυλλιά. Αυτό δεν είναι ορθό στην πραγματικότητα γιατί η πέρδικα ποτέ δεν φτιάχνει τη φωλιά της πάνω σε δέντρα και θάμνους αλλά κάτω στο χώμα, όπως σωστά αναφέρουν οι κυπριακές παραλλαγές (ΠΟΥΚΑΤΩ στην τριανταφυλλιά). Ουκ ολίγες συλλογές Ελληνικών Δημοτικών Τραγουδιών περιλαμβάνουν το τραγούδι αυτό με τίτλο «Απάνω στην τριανταφυλλιά».

Αν μ’ αγαπάς να καρτεράς

Μεν τους ακούς αγάπη μου
ότι τζαι να σου πούσιν
άλλα θωρούν τζι΄ άλλα δροικούν
τζαι άλλα σου λαλούσιν.

Ρώτα να μάθεις πιο καλά
ποια είναι η αλήθκεια
χάννω για σέναν τα μυαλά
τζι΄ έχω φωδκιάν στα στήθκια.

Αν μ΄ αγαπάς
να καρτεράς σαν καρτερώ
τζαι να σε δω
για να σου πω πως σ΄ αγαπώ.
Αν μ΄ αγαπάς όπως σ΄ αγαπώ
Να καρτεράς σαν σε καρτερώ.

Μεν τους ακούς αγάπη μου
τα όσα τζι΄ αν σου πούσιν
εν ιξηχάννουν μμάδκια μου
καρκιές που αγαπούσιν.

Αλλην πο΄ σεν εν αγαπώ
τζαι ξέρεις το χαρώ σε
πόσες βολές να σου το πω
έλα τζαι καρτερώ σε.

Είναι ένα έντεχνο τραγούδι που γράφτηκε το 1970. Πρωτοκυκλοφόρησε σε μικρό δίσκο το 1972 με ερμηνευτή το Χριστάκη Πιττιρή που είναι ο συνθέτης και στιχουργός του τραγουδιού. Το 1974 με τη φωνή του αξέχαστου Χριστάκη Μάρκου κυκλοφόρησε σε μεγάλο δίσκο με άλλα κυπριακά τραγούδια. Τίτλος του δίσκου ήταν «Από την Κύπρο με αγάπη».

Σάββατο, Μαΐου 21, 2005

Ζηλότυπη αγάπη

Πόσο γλυκό είναι να έχεις την αποκλειστικότητα στον έρωτα, να σε λατρεύουν σαν τη μία και μοναδική.
  • Δεν έχει σημασία πόσο τέλεια - ή ουσιαστικά τέλεια - μπορεί να είσαι σε μια σχέση. Πρέπει πάντα να προσέχεις την Άλλη Γύναικα. Η Άλλη Γυναίκα, είναι οποιαδήποτε γυναίκα που μπορεί να γοητεύσει το δικό μου άντρα, να τον διασκεδάσει, να τον ελκύσει ή ν΄απασχολήσει το ενδιαφέρον του για περισσότερο από 30 δευτερόλεπτα συνέχεια.
  • Πρόσεχε, κύριε μου, τη ζήλεια. Είναι το πρασινομάτικο τέρας που χλευάζει τη σάρκα από την οποία τρέφεται...
  • Θέσε με σφραγίδα στην καρδιά σου, σφραγίδα πάνω στο χέρι σου, γιατί η αγάπη είναι δυνατή σαν θάνατος κι η ζήλεια τόσο σκληρή σαν τάφος.

Η Ροδαφνούσα.

Κάτω στους πέντε ποταμούς κάτω στες πέντε βρύσες
έσει τρεις κόρες όμορφες τρεις καμαροφρυδούσες.
Την μιαν λαλούν την Αδορούν, την άλλην Αδορούσαν
την τρίτην την καλλύττερην λαλούν την Ροδαφνούσαν.
Τον μήναν που ’γεννήθηκεν ούλλα τα δέντρ’ αθθούσαν
εππέφταν τ’ άθθη πάνω της τζ’ εμυρωθκιοκοπούσαν.
Ροδόσταμμαν η Αδορού, γλυκόν η Αδορούσα
μα το φιλίν του βασιλιά εν για την Ροδαφνούσαν.
«Κάπου ’ν που ’στράφτει τζαι βροντά, κάπου χαλάζιν ρίφκει
κάπου ο Θεός εθέλησεν μιαν χώραν ν’ αναείρει».
«Μήδ’ εν που ’στράφτει με βροντά, μηδέ χαλάζιν ρίφκει
η ρήαινα τες σκλάβες της ξαννοίει να της πούσιν».
Χαπάρκα τζαι μηνύματα της Ροδαφνούς να πάει.
«Άνου να πάμεν Ροδαφνού τζ’ η ρήαινα σε θέλει.»
« Ίντα με θέλ’ η ρήαινα τζ’ ίνταν το μήνυμάν της;
Αν ένι για το ζύμωμαν να πάρω τες σανίδες
τζ’ αν εν για το μαείρεμαν να πάρω τες κουτάλες
ειδέ τζ’ αν ένι για χορόν, να πκιάσω τα μαντήλια».
«Άνου να πάμεν Ροδαφνού τζ’ ότι τζ’ αν θέλεις πκιάε».
Έμπην έσσω τζ’ εφόρησεν ρούχα της φορεσιάς της
μήτε κοντά μήτε μακρυά, όσον της ελιτζιάς της.
Αππέσσω βάλλει πλουμιστά, αππέξω γρουσαφένα
τέλεια που πάνω έβαλεν τα μαρκαριταρένα
’ποδά κομμάτιν λασμαρίν να μεν την πιάσ’ ο ήλιος
’πο τζει μήλον στο σέριν της τζαι παίζει το τζαι πάει.
Πκιάννει το τζείνον το στρατίν, τζείνον το μονοπάτιν
το μονοπάτιν βκάλλει την στης ρήαινας τον πύρκον.
Στέκεται δκιαλοΐζεται: Πώς να την σαιρετίσει;
«Τζαι να της πω μουσκοκαρκιά... μουσκοκαρκιά ’σιει κόγγλους.
Τζαι να της πω τρανταφυλιά... τρανταφυλιά ’σιει αγκάθκια.
Άτ’ ας την σαιρετίσουμεν, σαν πρέπει, σαν αξίζει».
Εξέβην το ’ναν το σκαλίν τζ’ εσούστην τζ’ ελυΐστην
εξέβην τ’ άλλον το σκαλίν τζ’ εψιντροκανατζίστην.
«Ώρα καλή βασίλισσα τζαι ρή(γ)α θυ(γ)ατέρα
που λάμπεις πα’ στον θρόνον σου σαν άσπρη περιστέρα.»
Τζαι πολοάτ’ η ρήαινα μ’ ένα στόμαν γεμάτον:
«Είδα σε τζ’ εσπαγιάστηκα τζ’ εκούμπησα στον τοίχον
τζ’ έχασα τζαι τα λόγια μου που ’σεν να σου συντύχω.
Εγιώ ’δα σ’ εσπαγιάστηκα τζ’ ο ρήας πώς να μείνει!
Έλα να πάμεν Ροδαφνού τζ’ αφταίννει το καμίνιν».
«Δώσ’ μου δκυό ώρες ’πομονήν τζαι δκυό καρτεροσύνην
να βάλω μιαν φωνήν μιτσιάν τζαι μιαν φωνήν μιάλην
πέρκι μ’ ακούσ’ ο βασιλιάς τζ’ έρτει να με ποσπάσει».
« Τζαι βάλε μιάν τζαι βάλε δκυό τζαι βάλε όσες θέλεις
ο βασιλιάς εν μακριά νά ’ρτει να σε ποσπάσει».
Πάνω στο φαν πάνω στο πκιείν, ο βασιλιάς ακούει.
«Μουλλώστε ούλλα τα βκιολιά τζαι ούλλα τα λαούτα
τούτ’ η φωνή που ’ξέβηκεν, εν της Αροδαφνούσας.
Σκλάβοι φέρτε τον μαύρον μου τον πετροκαταλύτην
που καταλυεί τα σίερα τζαι πίννει τον Αφρίτην».
Τζ’ ώσπου να πεί «έσετε γειάν» έκοψεν σίλια μίλια
τζ’ ώσπου να πούσιν «στο καλόν», έκοψεν άλλα σίλια
τζαι με τα νέφη παρπατά τζαι με τον ήλιον τρέσει
στην τρίτην την φτερνιστηρκάν στον πύρκον κατεβαίννει.
«Ελ’ άννοιξε μου ρήαινα τζ’ έχω μιάλην βίαν».
«Έπαρ’ μου λλίην ’πομονήν, όσον πολλύν μιαν ώραν».
Κλωτσιάν της πόρτας έδωκεν μπαίνν’ έσσω καβαλλάρης.
Τζαι βρίσκει την Αροδαφνούν στο γαίμαν τυλιμένην
τζαι βλέπει τζαι την ρήαιναν στα πεύτζια καθισμένην.
Αρπάσσει την Αροδαφνούν στα πεύτζια την καθίσκει
τζ’ αρπάσσει τζαι την ρήαιναν στο γαίμαν την τυλίει.
Την Ροδαφνούν εθάψαν την παπάδες τζαι ’γουμένοι
την ρήαιναν εφάαν την δκυό σσύλλοι πεινασμένοι.


Τραγούδι μεσαιωνικό, βασισμένο σε ιστορικά γεγονότα. Σύμφωνα με τον Λεόντιο Μαχαιρά, ο Φράγκος ρήγας της Κύπρου, Πέτρος Α΄, ερωτεύτηκε παράφορα την αρχόντισσα Τζοάνα Λ’ Αλεμά, χήρα του διοικητή της Χούλου της Πάφου και την άφησε έγκυο. Κατά την απουσία του Βασιλιά στη Γαλλία, η ρήγαινα Ελεονώρα κάλεσε και έφεραν στο παλάτι την αρχόντισσα Τζοάνα. Της έκανε φρικτά βασανιστήρια για να ρίξει το βρέφος, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το βρέφος γεννήθηκε, αλλά κανείς δεν έμαθε ποτέ για την τύχη του. Η δε Τζοάνα κλείστηκε για αρκετό καιρό στην φυλακή από τη ρήγαινα. Όταν ο ρήγας έμαθε τα συμβάντα έστειλε στη ρήγαινα πολύ αυστηρό μήνυμα από τη Γαλλία ότι θα πληρώσει πολύ ακριβά τα όσα είχε κάνει στην Τζοάνα. Τότε η ρήγαινα την έβγαλε από τη φυλακή και την εξανάγκασε να κλειστεί σε μοναστήρι.
Ο λαός όμως έβαλε στη θέση της αρχόντισσας μια φτωχή πανέμορφη χωριατοπούλα, τη Ροδαφνούσα και με την πλούσια φαντασία του έδωσε διάφορες τροπές στην ιστορία σε πολλές παραλλαγές. Κράτησε όμως και αρκετά ιστορικά στοιχεία αναλλοίωτα.Το τραγούδι είναι μακροσκελές.

Παρασκευή, Μαΐου 20, 2005

Η Λυερή τζ' ο Χάρος

Που δύσην ως ανατολήν τζ’ απού βορράν ως νότον
τζ’ απού τα πέρατα της γης τον κόσμον προσκαλώ τον.
Δώστε μου λλίην ακρόασιν για να σας τραουδήσω
τζ’ ούλλους σας μιάλους τζαι μιτσούς εννά σας κλαμουρίσω.
Μια λυερή μια όμορφη πάαιννεν στο περβόλιν
τζ’ εσύναεν τραντάφυλλα τζ’ έκαμνεν τα σερβόλιν.
Ο χάρος την αντάμωσεν στο δρόμον τζαι της λέει:
- Ώρα καλή σου λυερή τζαι κόρη παινεμένη.
- Καλώς τον τζαι τον χάρονταν στον μαύρον καβαλλάρην
που βρέθηκεν στην στράταν μου έννεν καλόν σημάιν.
- Τράβα το κόρη λυερή τ’ αππάριν να ποδρώσει
στον λάκκον τράβα πότισ’ το τζαι πρίχου να νυκτώσει.
- Εν μ’ έμαθεν η μάνα μου κτηνά να βαϊλίζω
την προίκαν μου μερόνυχτα έσει με τζαι πλουμίζω.
- Έναν μαντήλιν κέντα μου στο στήθος μου ν’ απλώσω
τζαι πόσα κάμν’ ο κόπος σου εγιώ να σε πκιερώσω.
- Εν έχω χάροντα τζαιρόν μαντήλιν να κεντήσω
η μάνα μου με καρτερά έσσω μου να γυρίσω.
Τον πάτσον της τον έδωκεν πονεί την τζεφαλήν της
τζ’ η μάνα μεσ’ στα κλάματα της κόρης της λαλεί της:
- Κέντα του κόρη κέντα του πέρκιμον τζαι χορτάσει
βάρτου την μαυροθάλασσαν με το καραβοστάσιν.
Κέντα την γην με τα δεντρά, τον ουρανόν με τ’ άστρη
τους κάμπους τζαι τους ποταμούς τα όρη τζαι τα δάση.
Τζαιρόν ο χάρος εν διά, στην μάναν του την παίρνει
λαλεί της:

- Μάνα μου καλή, μάνα μου παινεμένη,
στρώννε τραπέζιν να δειπνά κρεββάτιν να τζοιμάται,
η λυερή που σούφερα τζ’ εμέναν ν’ αττυμάται.
- Γιέ μου, μεν παίρνεις όμορφες, γιέ μου τες νιές μεν παίρνεις
μεν παίρνεις τα μιτσιά μωρά τζαι μάνες φαρμακώννεις.
- Να μεν παίρνω τες όμορφες, τες νιες να τες λυπούμαι,
να μεν παίρνω μιτσιά μωρά, χάροντας εν λοούμαι.

Το γιασεμί

Το γιασεμίν στην πόρτα σου γιασεμίν μου
τζήρτα να το κλαδέψω ώχ γιαβρίμ μου
Τζ' ενόμισεν η μάνα σου γιασεμίν μου
πως ήρτα να σε κλέψω, ώχ γιαβρίμ μου

Τα μαύρα μμάδκια τα γλυτζιά γιασεμίν μου
τα φρύδκια τα μεγάλα ώχ γιαβρίμ μου
Εκάμαμμε τζι’ αρνήθηκα γιασεμίν μου
της μάνας μου το γάλαν ώχ γιαβρίμ μου

Το γιασεμίν στην πόρτα σου, γιασεμίν μου
παθθεί το καλοτζιαίριν ώχ γιαβρίμ μου
Μουσκολοά τζιαι σιαίρουνται γιασεμίν μου
παίδκιοι τζιαι νιοι τζιαι γέροι ώχ γιαβρίμ μου

Τρίτη, Μαΐου 17, 2005

ΜΟΝΑΧΑ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

Υπάρχουν ερημικά κοιμητήρια,
τάφοι γεμάτοι κόκαλα δίχως ήχο,
η καρδιά διασχίζοντας μια σήραγγα
σκοτεινή, σκοτεινή, σκοτεινή,
που στα ενδότερά της πεθαίνουμε, όπως σε ναυάγιο,
σα να καταποντιζόμασταν μες την καρδιά,
σα να κατρακυλούσαμε απ' το δέρμα στην ψυχή.

Υπάρχουν πτώματα, υπάρχουν πόδια από γλοιώδη ψυχρή άργιλο,
υπάρχει ο θάνατος μέσα στα κόκαλα,
σαν ήχος καθαρός,
σαν υλακή δίχως σκυλί,
που αναδύεται μεσ' από κάποιες καμπάνες, από κάποιους τάφους,
αυξαίνοντας μέσα στην υγρασία όπως τα δάκρυα ή η βροχή.

Βλέπω, μονάχος, καμιά φορά,
φέρετρα με ιστία,
να σαλπάρουν μαζί με χλωμούς πεθαμένους, και με γυναίκες που έχουν πλεξούδες νεκρές,
μαζί με ψωμάδες λευκούς σαν αγγέλους,
μαζί με κορίτσια στοχαστικά παντρεμένα με συμβολαιογράφους,
φέρετρα ν' αναπλέουν το κάθετο ποτάμι των νεκρών,
το μενεξεδένιο ποτάμι,
προς τα εκεί ψηλά, με τα ιστία φουσκωμένα από τον ήχο του θανάτου,
φουσκωμένα από το σιωπηλό ήχο του θανάτου.

Στο ηχηρό ακρογιάλι φτάνει ο θάνατος
σαν ένα παπούτσι χωρίς πόδι, σαν ένα ένδυμα χωρίς άνθρωπο,
έρχεται να κτυπήσει μ' ένα δαχτυλίδι χωρίς πέτρα και χωρίς δάχτυλο,
έρχεται να φωνάξει χωρίς στόμα, χωρίς γλώσσα, χωρίς λαρύγγι.

Τα βήματά μου ωστόσο αντηχούν
και η ενδυμασία μου αντηχεί, σιωπηλή, σαν ένα δέντρο.

Δεν ξέρω, λίγα καταλαβαίνω, μόλις βλέπω,
όμως θαρρώ πως το τραγούδι του έχει το χρώμα υγρής βιολέτας,
βιολέτας που έχει συνηθίσει το χώμα, γιατί το πρόσωπο του θανάτου είναι πράσινο,
και η ματιά του θανάτου είναι πράσινη,
με τη διαπεραστική υγρασία ενός φύλλου βιολέτας,
και το βαρύ του χρώμα ενός οργισμένου χειμώνα.

Όμως ο θάνατος προχωρεί ανάμεσα απ' τον κόσμο μεταμφιεσμένος σε σάρωθρο,
γλύφει το έδαφος αναζητώντας πεθαμένους,
ο θάνατος βρίσκεται μέσα στο σάρωθρο,
είν' η βελόνα του θανάτου αναζητώντας την κλώστή.

Ο θάνατος βρίσκεται μέσα στα κρεβάτια,
στα μαλακά τα στρώματα στις μαύρες κουβέρτες
ζει ξαπλωμένος, και ξαφνικά φυσάει :
φυσάει μ' έναν ήχο ζοφερό που φουσκώνει τα σεντόνια,
και υπάρχουν κρεβάτια που ταξιδεύουν για ένα λιμάνι
όπου ο θάνατος περιμένει, με στολή ναυάρχου.


PABLO NERUDA [1904 - 1973]

Δευτέρα, Μαΐου 16, 2005

Ίσως η απουσία είναι παρουσία

'Ισως η απουσία σου είναι παρουσία, χωρίς εσύ να είσαι,
χωρίς εσύ να πας να κόψεις το μεσημέρι
σαν ένα γαλάζιο λουλούδι, χωρίς εσύ να περπατάς
πιο αργά ανάμεσα στην ομίχλη και στους πλίνθους,

χωρίς εκείνο το φως που κρατάς στο χέρι
που ίσως άλλοι δεν θα δουν να χρυσίζει,
που ίσως κανείς δεν έμαθε ότι βλασταίνει
σαν την κόκκινη καταγωγή του τριαντάφυλλου,

χωρίς εσύ να είσαι, επιτέλους, χωρίς να έρθεις
απότομη, ερεθιστική, να γνωρίσεις τη ζωή μου,
καταιγίδα από ροδώνα, σιτάρι του ανέμου,

και από τότε είμαι γιατί εσύ είσαι,
και από τότε είσαι, είμαι και είμαστε,
και για χάρη του έρωτα θα είμαι, θα είσαι, θα είμαστε.

PABLO NERUDA [1904 - 1973]

Κυριακή, Μαΐου 15, 2005

Lo scandalo del contraddirmi...

Lo scandalo del contraddirmi, dell'essere
con te e contro te; con te nel cuore,
in luce, contro te nelle buie viscere;

del mio paterno stato traditore
- nel pensiero, in un'ombra di azione -
mi so ad esso attaccato nel calore

degli istinti, dell'estetica passione;
attratto da una vita proletaria
a te anteriore, è per me religione

la sua allegria, non la millenaria
sua lotta: la sua natura, non la sua
coscienza; è la forza originaria

dell'uomo, che nell'atto s'è perduta,
a darle l'ebbrezza della nostalgia,
una luce poetica: ed altro più

io non so dirne, che non sia
giusto ma non sincero, astratto
amore, non accorante simpatia...

Come i poveri povero, mi attacco
come loro a umilianti speranze,
come loro per vivere mi batto

ogni giorno. Ma nella desolante
mia condizione di diseredato,
io possiedo: ed è il più esaltante

dei possessi borghesi, lo stato
più assoluto. Ma come io possiedo la storia,
essa mi possiede; ne sono illuminato:

ma a che serve la luce?

Pier Paolo Pasolini [1922 - 1975]

Lo stupore!

Seno di bosco discende
al ritmo di montuose fiumare.
Questo ritmo mi rivela Te,
il Verbo Primordiale.
Com'è stupendo il Tuo silenzio
in tutto ciò che da ogni dove propala
un mondo reale...
che assieme al seno di bosco
scende giù da ogni versante...
tutto ciò che con sé trascina
l'argentata cascata del torrente,
che dal monte cade ritmato,
trasportato dalla propria corrente...
- dove trasportato?

Che hai detto, torrente di monte?
In che luogo t'incontri con me?
Con me che sono altresì perituro
come te, siffatto...
Ma cosiffatto come te?

(Di fermarmi qui, acconsenti -
consentimi di fermarmi al varco,
ecco uno di questi semplici portenti. )
Non si stupisce una fiumara scendente
e silenziosamente discendono i boschi
al ritmo del torrente
- però un umano si meraviglia.
Il varco che un mondo trapassa attraverso l'uomo
è dello stupore la soglia,
(una volta, proprio questo portento fu nominato "Adamo". )
Ed era solo, col suo stupore,
tra le creature senza meraviglia
- per le quali esistere e trascorrere era sufficiente.
L'uomo, con loro, scorreva sull'onda dello stupore!
Meravigliandosi, sempre emergeva
dal maroso che lo trasportava,
come per dire a tutto il mondo:
"fermati! - in me hai un porto,
in me c'è quel luogo d'incontro
col Primordiale Verbo" -
"fermati, questo trapasso ha un senso,
ha un senso... ha un senso... ha un senso!"

Papa Giovanni Paolo II (Karol Wojtyla) [1920 - 2005]

Σάββατο, Μαΐου 14, 2005

Lentamente muore

Lentamente muore chi diventa schiavo dell'abitudine, ripetendo ogni giorno gli stessi percorsi, chi non cambia la marcia, chi non rischia e cambia colore dei vestiti, chi non parla a chi non conosce.
Muore lentamente chi evita una passione, chi preferisce il nero su bianco e i puntini sulle "i" piuttosto che un insieme di emozioni, proprio quelle che fanno brillare gli occhi, quelle che fanno di uno sbadiglio un sorriso, quelle che fanno battere il cuore davanti all'errore e ai sentimenti.
Lentamente muore chi non capovolge il tavolo, chi è infelice sul lavoro, chi non rischia la certezza per l'incertezza per inseguire un sogno, chi non si permette almeno una volta nella vita di fuggire ai consigli sensati.

Lentamente muore chi non viaggia, chi non legge, chi non ascolta musica, chi non trova grazia in se stesso.
Muore lentamente chi distrugge l'amor proprio, chi non si lascia aiutare; chi passa i giorni a lamentarsi della propria sfortuna o della pioggia incessante.
Lentamente muore chi abbandona un progetto prima di iniziarlo, chi non fa domande sugli argomenti che non conosce, chi non risponde quando gli chiedono qualcosa che conosce.
Evitiamo la morte a piccole dosi, ricordando sempre che essere vivo richiede uno sforzo di gran lunga maggiore del semplice fatto di respirare.

Soltanto l'ardente pazienza porterà al raggiungimento di una splendida felicità.


PABLO NERUDA [1904 - 1973]

Due amanti Felici

Due amanti felici fanno un solo pane,
una sola goccia di luna nell'erba,
lascian camminando due ombre che s'unisco,
lasciano un solo sole vuoto in un letto.

Di tutte le verità scelsero il giorno:
non s'uccisero con fili, ma con un aroma
e non spezzarono la pace né le parole.
È la felicità una torre trasparente.

L'aria, il vino vanno coi due amanti,
gli regala la notte i suoi petali felici,
hanno diritto a tutti i garofani.

Due amanti felici non hanno fine né morte,
nascono e muoiono più volte vivendo,
hanno l'eternità della natura.


PABLO NERUDA [1904 - 1973]

É bello, amore, sentirti vicino a me

É bello, amore, sentirti vicino a me nella notte,
invisibile nel tuo sogno, seriamente notturna,
mentr'io districo le mie preoccupazioni
come fossero reti confuse.

Assente il tuo cuore naviga pei sogni,
ma il tuo corpo così abbandonato respira
cercandomi senza vedermi, completando il mio sonno
come una pianta che si duplica nell'ombra.

Eretta, sarai un'altra che vivrà domani,
ma delle frontiere perdute nella notte,
di quest'essere e non essere in cui ci troviamo

qualcosa resta che ci avvicina nella luce della vita
come se il sigillo dell'ombra indicasse
col fuoco le sue segrete creature.

PABLO NERUDA [1904 - 1973]

Chino sulle sere

Chino sulle sere tiro le mie tristi reti
ai tuoi occhi oceanici.

Lì si distende e arde nel più alto fuoco
la mia solitudine che fa girare le braccia come un naufrago.

Faccio rossi segnali ai tuoi occhi assenti
che ondeggiano come il mare sulla riva di una faro.

Conservi solo tenebre, donna distante e mia,
dal tuo sguardo emerge a volte la costa del terrore.

Chino sulle sere getto le mie tristi reti
in quel mare che scuote i tuoi occhi oceanici.

Gli uccelli notturni beccano le prime stelle
che scintillano come la mia anima quando ti amo.

Galoppa la notte sulla sua cavalla cupa
spargendo spighe azzurre sul prato.


ΣΚΥΒΩ ΤΑ ΒΡΑΔΥΑ

Σκύβω στα βράδυα τραβώ τα περίλυπα δίχτυα μου
στους ωκεανούς των ματιών σου.

Εκεί ξαπλώνει και καίγεται στην πιο ψηλή φωτιά
η μοναξιά μου που κουνάει τα μπράτσα σαν ναυαγός.

Κάνω κόκκινα σινιάλα στα απόντα μάτια σου
που κυματίζουν σαν τη θάλασσα στην όχθη ενός φάρου.

Φύλαγες μόνο σκότη, μακρινή και δική μου γυναίκα,
από το βλέμμα σου αναδύεται κάποτε η παραλία του τρόμου.

Σκύβω στα βράδυα ρίχνω τα περίλυπα δίχτυα μου
σε κείνη τη θάλασσα που πάλλει τους ωκεανούς των ματιών σου.

Τα νυχτοπούλια ραμφίζουν τα πρώτα αστέρια
που σπινθηρίζουν σαν την ψυχή μου όταν σε αγαπώ.

Καλπάζει η νύχτα στη μαύρη φοράδα της
σκορπίζοντας γαλάζια στάχυα στο λιβάδι.

PABLO NERUDA [1904 - 1973]

Per il mio cuore

Per il mio cuore basta il tuo petto,
per la tua libertà bastano le mie ali.
Dalla mia bocca arriverà fino in cielo
ciò che stava sopito sulla tua anima.

È in te l'illusione di ogni giorno.
Giungi come la rugiada sulle corolle.
Scavi l'orizzonte con la tua assenza.
Eternamente in fuga come l'onda.

Ho detto che cantavi nel vento
come i pini e come gli alberi maestri delle navi.
Come quelli sei alta e taciturna.
E di colpo ti rattristi, come un viaggio.

Accogliente come una vecchia strada.
Ti popolano echi e voci nostalgiche.
Io mi sono svegliato e a volte migrano e fuggono
gli uccelli che dormivano nella tua anima.

PABLO NERUDA [1904 - 1973]

Impossible is nothing....

"Impossibile" è solo una parola pronunciata da piccoli uomini che trovano più facile vivere nel mondo che gli è stato dato, piuttosto che cercare di cambiarlo.
"Impossibile" non è un dato di fatto, è un'opinione...
"Impossibile" non è una regola, è una sfida...
"Impossibile" non è uguale per tutti...
"Impossibile" non è per sempre...

tristezza...

  • Mi hanno dato gli occhi e mi hanno detto guarda, mi hanno dato il cuore e mi hanno detto ama, ma non mi hanno detto che con gli occhi piangevo e con il cuore soffrivo.
  • Che senso ha vivere una vità a metà se la nostra metà non la può vivere con noi?
  • La violenza e' l'ultimo rifugio degli incapaci!

Το ηλιοβασίλεμα...

Κάθε μέρα ζητώ από το ηλιοβασίλεμα αυτό που δε μου έδωσε η μέρα.
Τα απαλά του χρώματα δε με ξεγελούν…
Στον ήλιο που χάνεται βλέπω τον εαυτό μου και
περιμένω το σούρουπο για να βρω λίγη ηρεμία…
αλλά ούτε και αυτή είναι ικανή να με κάνει να ξεχάσω γι’ αυτό σήμερα θέλω να χαθώ μαζί σου γιατί δεν ξέρω αν μπορώ να αντέξω τις «παγίδες» του αύριο.


(dal mio diario)

Πέμπτη, Μαΐου 12, 2005

Μας φτάνει

Δε θέλω εγώ να ξέρω, Αγαπημένη,
τι κρύβουν τα μετάξινα μαλλιά σου
που φίλησα και μύρισα χτες βράδυ.
Κι ούτε να μάθω θέλω, αν στ' ασπρα στήθια
π' απόθεσαν τα χέρια μου το χάδι
κρύβεις αγνή ψυχή, γιά κολασμένη.

Ούτε με νοιάζει αν σου 'φυγε το ψέμα
από τη μιαν υπόσχεση στην άλλη,
ή κι αν δε μου ΄πες ούτε μιαν αλήθεια...
Τα λόγια σου με κέρναγαν τη ζάλη
και με λίκνιζαν όμορφα χτες βράδυ,
μου γλυκαναστατώνανε το αίμα.

Δε θέλω γω να ξέρω, να μάθαινω,
αν μέσα στο αψύ, ζεστό κρασί σου
που μου 'δωκες να πιω στη λήκυθό σου,
χτες βράδυ σαν βρισκόμουνα μαζί σου
δε θέλω, λέω, να ξέρω αν στο πιοτό σου
ήταν καμιά σταγόνα πιοτό ξένο.

Δε θέλω εγώ να ξέρω, Αγαπημένη,
αν ήσουνα παρθένα ή πάλι πόρνη,
αν ήσουν αγνή κόρη ή κουρσεμένη.
Ήταν ωραίο το νέκταρ σου σαν πλάνη.
Μ' αγάπησες, σ' αγάπησα μια ώρα
αληθινή κι ολάκερη. Μας φτάνει.

R. TAGORE [1861 - 1941]

Παρασκευή, Μαΐου 06, 2005

Στιγμές στοχασμού

Αγάπη
  • Για να μπορέσει η αγάπη να ξεπεράσει τις δοκιμασίες της καθημερινής ζωής, πρέπει να σεβόμαστε τις προσωπικές στιγμές του άλλου, όπως όταν κάποιος κοντοστέκεται για ν' αφουγκραστεί την εσωτερική του φωνή, αντί να είναι συντονισμένος με τον εξωτερικό κόσμο.
  • Η αγάπη είναι μια ένωση με κάποιον ή με κάτι έξω από τον εαυτό μας, με την προυπόθεση ότι διατηρούμε ξεχωριστή και ακέραιη την ατομικότητα μας.
  • Τι ανακούφηση, τι ανείπωτη ανακούφιση να νιώθεις ασφαλής με κάποιον, χωρίς να χρειάζεται να ζυγίσεις τις σκέψεις σου ή να μετράς τα λόγια σου, αλλά να τα βγάζεις όλα έξω, όπως είναι, την ήρα και το στάρι μαζί. Σίγουρη πως ένα πιστό χέρι θα τα πάρει και θα τα κοσκινίσει, θα κρατήσει ότι αξίζει να μείνει, κι έπειτα, με μια καλοσυνάτη κίνηση, θ' αποδιώξει τα υπόλοιπα.
Καληνύχτα μάτια μου.

Πέμπτη, Μαΐου 05, 2005

H καρδιά μου...

Πήγαινε καρδιά μου χωρίς εμένα...
βάλε το πορφυρό φόρεμα σου και μη ντραπείς για τους λεκέδες!
Όλοι θα καταλάβουν...
κάθε λεκές είναι και ένα δικό μου δάκρυ...
Πήγαινε καρδιά μου...
χαιρέτα ότι εγώ αγάπησα...
κι αν κανείς με θυμηθεί και σε ρωτήσει για μένα...
πες ότι ΖΩ... μόνο αυτό... να ξέρεις η σιωπή σου θα με σώσει...

Πήγαινε καρδιά μου...
έχω πολλά να σου πω αλλά φοβάμαι ότι καθυστερώ το ταξίδι σου κι αν σου έλεγα όλα όσα σκέφτομαι τότε θα ήσουν βαρύ φορτίο.
Πήγαινε καρδιά μου...
είναι μακρύς ο δρόμος σου πρέπει να βιαστείς!
Και να θυμάσαι, αν κάποτε θελήσεις να γυρίσεις σε μένα θα με βρεις στην άκρη του κόσμου...
σε μια χαμένη γη μακριά από τη δική μου πατρίδα...

Δευτέρα, Μαΐου 02, 2005

L.F. Buscaglia

" Να θυμάσαι ότι μια σχέση αγάπης δε χρειάζεται να είναι σχέση απόλυτης συμφωνίας. Είναι δυνατό να εξακολουθούμε να συνυπάρχουμε με αγάπη, αφόσον διατηρούμε το διάλογο. Αν εσύ βλέπεις κάτι άσπρο κι εγώ το βλέπω μαύρο, μπορεί να υπάρχει κάποιο σημείο συνάντησης, μια γκρίζα απόχρωση, απ' την οποία θ' αρχίσουμε να συμφωνούμε. Απ' αυτό το σημείο μπορούμε να επεκτείνουμε τις παραμέτρους της συμφωνίας. Στο τέλος ίσως δεν συμφωνήσουμε ποτέ απόλυτα, αλλά θα φτάσουμε στο σημείο να καταλάβουμε ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι για να βλέπει κανείς τα πράγματα"

....κάπου δυο χιλιάδες χρόνια πριν...

"... χθες το βράδυ σ' ονειρεύτηκα πάλι.
Γλίστρησες μέσ' απ' τα βλέφαρα μου για στερνή φορά.
Η καρδιά μου τραγουδούσε κι εγώ πετούσα στα ουράνια.
Τώρα ο θάνατος δεν θα είναι πια πικρός.
Δεν θα πνιγώ στο σκοτεινό ποτάμι.
Κι όταν έρθει η ώρα αγαπημένε μου,
ίσως η θεά ακούσει την ικεσία μας
και κάνει τα πνεύματα μας να σμίξουν..."