Σάββατο, Μαΐου 28, 2005

Η Ανεράδα

Στην χώραν π' αναγιώθηκα
τζιαί 'κόμα αναγιώννουμουν
τζι' άρτζιεψα νάκκον να λαχτώ
τότες εξηφοήθηκα
τα ζώθκια τζ' εν εχώννουμουν
τζ' εξέβηκα να δκιανεφτώ.

Σε μιάν ποταμοδκιάβασην
μιάν λυερήν εσσιάστηκα
νείεν καεί η σταλαμή!
Ούλα τ' αρνίν εις τον τσοκκόν
ο άχαρος επιάστηκα
αντάν πιαστεί μες στην νομήν.

Αντάν με είδεν έφεξεν
τζι ο νους μου εφεντζιάστηκεν
τζ' εφάνην κόσμος φωτερός.
Αντάν μου χαμογέλασεν
παράδεισος επλάστηκεν
ομπρός μου τζ' έμεινα ξερός.

Ευτύς το πας μου έχασα
τον κόσμον ελησμόνησα
τζ' έμεινα χάσκοντα βριχτός.
Είπεν μου: "έλα κλούθα μου"
Τζιαί που καρκιάς επόνησα
τζ' εκλούθησά της ο χαντός.

Λαόνια, κάμπους τζιαί βουνά
αντάμα εδκιαβήκαμεν
γεμάτ' αθθούς τζ' αγκαθερρά
η στράτα δεν ετέλειωννεν
τζιαί δεν εποσταθήκαμεν
ήτουν για λλόου μας χαρά.

Ετρεμεν μεν τζιαί χάσει με
τζ' έτρεμα μεν τζιαί χάσω την
τζιαί μεν της πω τζιαί μεν μου πει
εδίψουν την εκαύκουμουν
τζ' έτρεμα μεν τζιαί πκιάσω την
τζιαί γίνουμεν τζ΄οι δκυό 'στραπή.

Υστερα σγοιάν παράδεισον
εναν βουνόν εφτάσαμεν
ισια με τα 'ψη τ' ουρανού.
Τζει πάνω τζει εκλάψαμεν
αντάμα τζ' εγελάσαμεν
μέσα στους μούσκους του βουνού.

Λαλεί μ' αν είσαι πέρκαλλος
τώρα πιόν μείνε δίχως μου
αν σου αρέσκ' έτσι ζωή
τζιαί ξαπολά 'ναν χάχχανον
ίσια 'νωσα το στήθος μου
πως αλλονάκκον να ραεί.

Είπεν τζ' εγίνην άφαντη
εφτύς π' ομπρός μο' χάθηκεν
σγοιάν άνεμος περαστικός.
Εράην η καρτούλλα μου
ευτύς ο νους μο' στάθηκεν
τζ' είμαι που τότες ξηστηκός.

Οι πλήξες που με τρώασιν
ακόμα 'ν' αφανέρωτες
τζ' εις τα πουλιά που τζηλαδούν
εσιει που τότες όπου δω
τες ανεράδες τρέμω τες
τζιαί πογυρίζω μεν με δουν.

Βασίλης Μιχαηλίδης

1 Comments:

Anonymous Ανώνυμος said...

Cool blog, interesting information... Keep it UP » »

4:33 π.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

<< Home